- μέτοχος
- μέτοχοςsharing inmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέτοχος — ο (ΑΜ μέτοχος, ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [μετέχω] 1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.) 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος συνέταιρος σε μια … Dictionary of Greek
μέτοχος — ο, η 1. αυτός που μετέχει σε κάτι: Είναι μέτοχος στην ευθύνη. 2. (οικον.), αυτός που έχει μία ή πολλές μετοχές σε κάποια επιχείρηση: Είναι μέτοχος σε πολλές εταιρείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετόχως — μέτοχος sharing in adverbial μέτοχος sharing in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοχον — μέτοχος sharing in masc/fem acc sg μέτοχος sharing in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχοις — μέτοχος sharing in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχου — μέτοχος sharing in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχους — μέτοχος sharing in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχων — μέτοχος sharing in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόχῳ — μέτοχος sharing in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτοχα — μέτοχος sharing in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)